Η διαδρομή

Οι συμμετέχοντες

Αργήσαμε να φύγουμε από το σπίτι και ένα άγχος το είχα για το αν θα προλάβουμε το καράβι, που να ήξερα.
Φθάσαμε 10 παρά τέταρτο και περιμέναμε στην ουρά για να περάσουμε τους ελέγχους και μετά στην ουρά για να μπούμε μέσα.

Το όλο σύστημα δεν έχει στηθεί καλά ακόμα οπότε έχουν καθυστερήσεις.
Το καράβι και το πλήρωμα είναι από την Ουκρανία ( το πλήρωμα είναι σίγουρα).
Δένουμε την μηχανή και ανεβαίνουμε στην ρεσεψιόν η οποία μας ενημερώνει στα αγγλικά ότι με το εισιτήριο που έχουμε για κατάστρωμα (deck) μπορούμε να κυκλοφορούμε στο πλοίο αλλά μπορούμε να καθίσουμε σε συγκεκριμένο σαλόνι εκτός αν θέλαμε να κάνουμε αναβάθμιση. Αρνηθήκαμε ευγενικά και η επόμενη ερώτηση ήταν αν θα θέλαμε να δειπνήσουμε σε αυτό, απαντήσαμε καταφατικά και φάγαμε την πρώτη κατραπακιά 30 ευρώ !!!
Ανεβήκαμε στο σαλονάκι που μάς υπόδειξαν και κάτσαμε σε ένα τραπεζάκι (οι καναπέδες ήταν πιασμένοι)
Καθώς δέναμε την μηχανή γνωρίσαμε και ενα τούρκο τον Γκουβεντσ (Γιατρός από το Κουσάντασι) ο οποίος επέστρεφε σπίτι του μετά από ένα ταξίδι στα Ελβετικά αλπικά πάσα, καβαλούσε ένα Yamaha Super Tenere του 2015.
Μόλις μας είδε στο σαλονάκι μας κέρασε καφέ και αρχίσαμε να τα λέμε για τα ταξίδια μας, για τις ζωές μας, τα σχέδια μας, τις μηχανές μας κτλ.
Πέρασε καμιά ώρα έτσι και όταν έγινε η ανακοίνωση ότι άνοιξε η τραπεζαρία τον αφήσαμε και κατεβήκαμε με τον Νίκο για το βραδινό μας.
Υπήρχαν και άλλοι 3 Έλληνες που είχαν φάει ήδη και μας κατατόπισαν για το τι μας περίμενε.
Το μενού ήταν συγκεκριμένο και δεν είχες επιλογές!!!
Λοιπόν, καθόμαστε, έρχεται η σερβιτόρα και αφήνει 2 μπολάκια με χωριάτικη σαλάτα ψιλοκομμένη και ένα πιάτο με γκοφρέτες (αυτό ήταν το επιδόρπιο) ψωμί που πρέπει να το είχαν φέρει από την Ουκρανία και το κυρίως πιάτο πατάτες ψητές με κοτόπουλο με σάλτσα μανιταριών και καρότο και παντζάρι σαλάτα (δεν τα ακούμπησα), επίσης έφεραν μια κανάτα με ζεστό νερό σε περίπτωση που θα ήθελες να φτιάξεις τσάι.
Φάγαμε ότι μπορούσαμε, παρεμπιπτόντως οι γκοφρέτες αν και ανοιγμένες καιρό ήταν το καλύτερο πιάτο !!!
Κλαίγαμε τα 30 ευρώ.!!!


Περάσαμε από το captains bar (πιασάρικο όνομα) το οποίο ήταν άδειο (γενικά το καράβι ήταν άδειο) και πήραμε 3 μικρά μπουκαλάκια νερό προς 1 ευρώ το καθένα !!!
Τι να κάνουμε διψάγαμε και δεν είχαμε φροντίσει (είχαμε 3 λίτρα παγωμένο νερό στην μηχανή αλλά τα ξεχάσαμε)!!!
Ανεβήκαμε πάλι στο σαλονάκι, ήταν άδειος και ένας καναπές τον πιάσαμε σαν σωστοί Έλληνες ( το ίδιο κάνουν και οι Τούρκοι, τελικά μοιάζουμε σε πολλά) και βγήκαμε έξω στο κατάστρωμα το οποίο είναι στην μέση του πλοίου γιατί έχουν εξωτερικό χώρο για να παρκάρουν οχήματα.
Το βαπόρι δεν είναι σαν αυτά που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα, είναι καθαρά για να μεταφέρει οχήματα (νταλίκες) και τους οδηγούς τους, έχει πολλές καμπίνες αλλά λίγα σαλόνια ,τουλάχιστον αυτά που βρήκαμε.
Το πρόβλημα είναι ότι το συγκεκριμένο βαπόρι δεν το άγγιξε η περεστρόικα, έμεινε όπως ήταν για να μας ταξιδεύει όχι μόνο μεταξύ Λαυρίου και Τσεσμέ αλλά κυρίως πίσω στον χρόνο.
Αφού συναντήσαμε πάλι τον Γκουβέντς, τον κεράσαμε μια μπύρα και συνεχίσαμε την συζήτηση και ανακαλύψαμε πόσα μας ενώνουν και πόσα μας χωρίζουν, συζητάγαμε για ώρες επί παντός επιστητού από ταξίδια, πολιτική, σύνορα, στρατός, οικονομία, κτλ και πάλι από την αρχή.
Σε γενικές γραμμές αυτά που μας χωρίζουν είναι λιγότερα και μας τα επιβάλουν άλλοι…
Πέρασε η ώρα και είπαμε και τις καληνύχτες μας, αυτός πήγε στην αεροπορική θέση που είχε κρατήσει και εμείς προς τον καναπέ μας αλλά δυστυχώς μια Τουρκάλα είχε ξαπλώσει διπλωμένη μεταξύ των δικών μας πραγμάτων και ενός άλλου, έτσι όπως ήταν τα πράγματα δεν χωράγαμε εκτός άν ο Νίκος ξάπλωνε αγκαλίτσα μαζί της, αλλά φερθήκαμε σαν γνήσιοι τζεντλεμαν (καβαλάμε ROYAL μηχανάκι) και πήραμε τα πράγματα μας για να τεντωθεί και λίγο το κορίτσι, μαζέψαμε λοιπόν 3 σκαμπό και 2 καρέκλες και την πέσαμε και εμείς για ένα όχι και τόσο ξεκούραστο βράδυ.
Κοιμηθήκαμε όπως όπως, ο Νίκος αρκετά καλύτερα από εμένα ,
Είχαμε και μουσική δωματίου από ένα Τούρκο….
Ημέρα πρώτη

Ξυπνήσαμε το πρωί και τα πάντα ήταν κλειστά, ούτε σκέψη για καφέ το μόνο που υπήρχε διαθέσιμο ήταν τα νερά που αγοράσαμε το προηγούμενο βράδυ, σκέτο νεράκι λοιπόν…
Μέτα ξεκίνησε η αναζήτηση της τουαλέτας έπρεπε να ψάξουμε το μισό καράβι…
Το πλήρωμα άφαντο…
Έφθασε στο λιμάνι και άρχισε τις διαδικασίες για να δέσει, προφανώς ο καπετάνιος δεν το είχε με την όπισθεν οπότε επιστρατεύτηκε ένα ρυμουλκό .Μετά από αρκετή ώρα δέσαμε και περιμέναμε να μας πουν να πάμε στο γκαράζ, περιμέναμε, περιμέναμε…
Κατά την διάρκεια της αναμονής είδαμε και ένα σκάφος της Τουρκικης ακτοφυλακής να είναι γεμάτο κόσμο και να σέρνει ένα μαύρο φουσκωτό, κάποιοι προσπάθησαν να περάσουν απέναντι στην Ελλάδα αλλά δεν τα κατάφεραν!!!

Κάποια στιγμή μας αφήνουν.
Κατεβαίνουμε και λύνουμε την μηχανή, φοράμε μπουφάν, κράνη κτλ και κατεβαίνουμε μια ράμπα για να πάμε προς την έξοδο του πλοίου η οποία ήταν κλεισμένη με αλυσίδα.
Ξανά περιμένουμε, περιμένουμε….
Μετά από κάποια ώρα ο Γκουβέντς ρωτάει και μαθαίνουμε ότι δεν είχαν καταθέσει κάποια έγγραφα και για αυτό τον λόγο δεν μας άφηναν οι Τούρκοι να βγούμε.
Πρέπει να πέρασε κανά μισάωρο μέχρι να βγάλουν οι του βαποριού με τους Λιμενικούς ώστε να μας αφήσουν.
Άντε και βγήκαμε παρκάραμε την μηχανή και πήγαμε να περάσουμε το τελωνείο, ήμασταν τυχεροί γιατί ένα κρουαζιερόπλοιο άδειασε 1500 άτομα όπως μάθαμε, και τους έστελναν ανά γκρούπ να περάσουν έλεγχο, μεταξύ 2 γκρούπ περάσαμε και εμείς.
Ο Γκουβέντς ανέλαβε να μας βοηθήσει με τα έγγραφα της μηχανής.
Ξεμπερδέψαμε και με αυτό χαιρετιστήκαμε και τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του.
Εμείς ψάχναμε ΑΤΜ, το βρήκαμε ,βγάλαμε κάποια χρήματα και μετά ψάξαμε για να αγοράσουμε Τούρκικη sim για να έχουμε δεδομένα στο ταξίδι μας.
Αφού ρωτήσαμε κάποια νέα παιδιά, αμέσως καταλάβαμε ότι τα Αγγλικά δεν τα μιλάνε πολύ στην γείτονα χώρα, με κάποια σπαστά αγγλικά και με νοήματα μας έδειξαν που θα βρούμε.
Βρήκαμε ένα κατάστημα και ξεκίνησε η περιπέτεια να συνεννοηθούμε με την κοπέλα με την μαντίλα, μετά κανα 15 λεπτο είχαμε στα χέρια μας τουρκικο νούμερο με δώρο 8,5GB με μόνο 23 ευρώ.
Βάλαμε στο GPS να μας πάει στην Αρχαία Έφεσο, με το που βγήκαμε εθνική είχε διόδια αλλά εδώ δεν πληρώνεις είναι ηλεκτρονικά με το που βλέπουμε τις ταμπέλες αναστροφή και ψάχνουμε να δούμε πως αγοράζεις την ηλεκτρονική συνδρομή για τα διόδια, αρχίζει να ρίχνει κάτι ψιχάλες σαν 2ευρα, σταματάμε στην άκρη φοράμε αδιάβροχα…
Ξεκινάμε και βλέπουμε μια πινακίδα για γραφείο πληροφοριών για τουρίστες, στρίβουμε πρός την κατεύθυνση που έδειχνε αλλά το περνάμε χωρίς να το δουμε και καταλήγουμε να κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο στην μαρίνα του Τσεσμέ, εν τω μεταξύ έχει βγάλει ήλιο και εμείς βράζουμε με τα αδιάβροχα, το βρίσκουμε, κατεβαίνω ρωτάω έναν ευγενέστατο υπάλληλο, ο οποίος με ενημερώνει σε καλά αγγλικά να πάω στο ταχυδρομείο και να αγοράσω την συνδρομή, μου λέει και πώς λέγεται το ταχυδρομείο και που βρίσκεται.
Ξεκινάμε και είναι στην μαρίνα του Τσεσμε, παρκάρω την μηχανή και βγάζουμε τα αδιάβροχα, είχαμε γίνει μούσκεμα από την ζέστη.
Μπαίνω στο ταχυδρομείο ρωτάω, μου δίνουν ένα έγγραφο να συμπληρώσω πληρώνω και 70 λίρες και φεύγουμε.
Με όλα αυτά η ώρα είχε πάει 12:30 χωρίς καφέ, λέω θα βρούμε στον δρόμο, βγαίνουμε πάλι στην εθνική και φτάνουμε στα διόδια, υπάρχουν 2 επιλογές (με διαφορετικά ηλεκτρονικά συστήματα) η OGS και η HGS (εμείς έχουμε την δεύτερη) δεν θυμόμουν πιά έχω όποτε περνάω από αυτή που είναι μπροστά μου (OGS) ευτυχώς δεν έχουν μπάρες, αντί για πράσινο ανάβει ένα πορτοκαλί φώς, το αγνοούμε και συνεχίζουμε.
Πιάνουμε μια ταχύτητα γύρω στα 110 χλμ και πηγαίνουμε, σε αυτή την χώρα έχουν μεγάλες ανηφόρες (και εννοούμε μεγάλες) το Himalayan ζορίζεται να κρατήσει 90 χλμ με τους δυό μας και όλα τα μπαγκάζια μας.
Αυτό δεν μας κάνει αργότερους από τα υπόλοιπα οχήματα γιατί και προσπεράσεις κάνουμε και μπορούμε να ακολουθήσουμε την κίνηση.
Συναντάμε ένα τρακάρισμα αλλά ευτυχώς τίποτα το τραγικό κάτι προφυλαχτήρες.
Λίγο πιο κάτω βλέπουμε βενζινάδικο με ταμπέλα για σταρμπακς, σταματάμε γεμίζουμε, παίρνουμε και από ένα καφέ εκεί συναντήσαμε και την πρώτη μηχανή μια bmw 1200 που την οδηγούσε μια κοπελιά που με το ζόρι πάταγε το ένα πόδι κάτω.
Συνεχίσαμε και ακολουθήσαμε την παραλιακή διαδρομή όπως μας είχε πεί ο Γκουβεντς,
Κάθε τρεις και λίγο σταματάγαμε σε φανάρια, η περιοχή θυμίζει έντονα Έλλάδα λες και είμαστε στην Ρόδο, παντού ξενοδοχεία και τουρίστες και ωραίες παραλίες.
Μετά από καμιά ώρα η διαδρομή αλλάζει και γίνεται πιο ενδιαφέρουσα, με αυτά και με αυτά φτάνουμε στην αρχαία Έφεσο, παρκάρουμε γίνεται χαμός από αυτοκίνητα και λεωφορεία, πάμε να βγάλουμε εισιτήρια και τα 3 γκισέ που λειτουργούν έχουν τρελή ουρά, περιμένουμε κανα 10λεπτο και δεν έχουμε κουνηθεί καθόλου, οι Κινέζοι είναι πιο πολύ και από το ρύζι.
Η ώρα είναι 14:30 και τα στομάχια μας έχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται έντονα.
Τα παρατάμε και ψάχνουμε να βρούμε κάτι να φάμε. Σταματάμε σε ενα τουριστάδικο και τσιμπάμε κάτι στα γρήγορα.
Φεύγουμε χωρίς να δούμε την αρχαία Έφεσο, αλλά είχαμε αρκετό δρόμο να κάνουμε μέχρι να φτάσουμε στο πρώτο ξενοδοχείο το οποίο είναι στο Ντενιζλι.
Η διαδρομή είναι όμορφη νομίζουμε ότι είμαστε στην Ελλάδα, κάναμε στάσεις μόνο για ανεφοδιασμό και σε κανά καφενείο για να πιούμε κανά αναψυκτικό, οι Τούρκοι έπιναν τσάι.
Ο δρόμος είναι επαρχιακός με μια λωρίδα και σε μερικά σημεία με 2, περνάει μέσα από αρκετές πόλεις και χωριά, δεν σταματήσαμε να βγάλουμε φωτογραφίες, το ξεχάσαμε, προσπαθούσαμε να φτάσουμε στο ξενοδοχείο.
Φτάνοντας στο Ντενισλι ο αέρας ανεβάζει ένταση και βλέπουμε από μακριά την πόλη πνιγμένη σε ένα σύννεφο σκόνης.
Ακολουθώντας τις οδηγίες φτάνουμε στο ξενοδοχείο κατά τις 6 παρά, παρκάρουμε κάνουμε τσεκ ίν , ξεφορτώνουμε την μηχανή και αράζουμε στο δωμάτιο, είμαστε ψόφιοι και οι δύο, αφήνουμε την επίσκεψη στο Παμούκαλε για την επόμενη μέρα, ο Νίκος πέφτει για ύπνο εγώ χαζεύω, έχω και λίγο δουλειά να κάνω (την παίρνω παντού μαζί μου) τον ξυπνάω κατά τις 20:30, βγαίνουμε έξω να περπατήσουμε λίγο και να βρούμε κάτι να φάμε. Βρίσκουμε ένα ταβερνείο και πέρνουμε κεμπαπ και πίνουμε και από ένα τσάι, οταν τους λέμε από που είμαστε δείχνουν να χαίρονται και μας αναφωνούν γείτονες (Comcu) γυρνάμε στο ξενοδοχείο κάνουμε από ένα ντουζάκι και πέφτουμε ξεροί για ύπνο.
Ημέρα δεύτερη

Ξυπνάω πρώτος κατά τις 7 και ξυπνάω και τον Νίκο, κατεβάζουμε τα πράγματα και τα φορτώνουμε στην μηχανή, καθόμαστε για πρωινό, το οποίο είναι σχετικά φτωχό σε σύγκριση με αυτά που δίνουν τα ξενοδοχεία εδώ. Το παράξενο ήταν ότι είχαν πατάτες τηγανιτές για πρωινό.
Ξεκινάμε κατά τις 8:30 με προορισμό το Παμουκαλε, το βρίσκουμε παρκάρουμε σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ που κοστίζει 7 λίρες (1.09 ευρω) και βγάζουμε μπουφάν, κράνη και τα αφήνουμε πάνω στην μηχανή, ο υπεύθυνος για το πάρκινγκ μας πουλάει και ένα τουριστικό οδηγό για 30 λίρες (5 ευρώ περίπου).
Πάμε στην είσοδο η οποία ήταν 140 λίρες και για τους δύο μας (περίπου 21 ευρώ)
Με το που μπαίνεις βγάζεις τα παπούτσια σου και τα κρατάς στο χέρι, οι πιο προνοητικοί ήταν με σαγιονάρες και μαγιό, όμορφο μέρος αλλά θέλει πολύ χρόνο για να το γυρίσεις κάτι που εμείς δεν έχουμε (έχουμε όμως τον οδηγό για να βλέπουμε αυτά που δεν είδαμε).









Επιστρέφουμε στην μηχανή και βάζουμε τον δεύτερο προορισμό στο gps, μας βγάζει 7,5 ώρες μέχρι να φτάσουμε.
Ξεκινάμε….
Είχε λίγη κίνηση αλλά είναι εύκολο να βρείς τον δρόμο σου, έχουν πολλή καλή σήμανση στους δρόμους τους και μπορείς απλά να
ακολουθείς τις ταμπέλες.

Στην αρχή η διαδρομή είναι μέσα από εθνικές οδούς με 2 λωρίδες από κάποιο σημείο και μετά γίνεται με μία λωρίδα και περνά μέσα από μικρά χωριά, είναι εμφανές ότι όσο απομακρύνεσαι από την παραλία το βιωτικό επίπεδο αλλάζει προς το χειρότερο, τώρα πλέον θυμίζει περισσότερο Ελλάδα του 80, στις αγροτικές περιοχές βλέπουμε συνέχεια κάποια οχήματα που έχουν ανάμεσα σε οδηγό και συνοδηγό μια μηχανή από φρέζα.
Ο δρόμος είναι αρκετά ενδιαφέρων αν και έχει αρκετά μεγάλες ανηφορειές και το γεγονός ότι κυκλοφορούν αρκετά φορτηγά δεν βοηθάει ιδιαίτερα αλλά το Himalayan τα καταφέρνει μια χαρά.
Το χειρότερο είναι ότι υπάρχουν πολλά τυφλά σημεία, απότομες ανηφόρες που δεν βλέπεις τι ακολουθεί μέχρι να φτάσεις στην κορυφή, άλλες φορές είναι κατηφόρα, άλλες φορές στροφή οπότε ένας φόβος υπάρχει.
Περάσαμε και δίπλα από μια λίμνη την Karamik Bataligi η οποία είναι αλμυρή και σε αρκετά σημεία δεν έχει νερό και είναι σαν τα “salt plains” που βλέπουμε στην νότια Αμερική η στην Τυνησία.







Σε ένα σημείο βλέπουμε μπροστά μας σύννεφα σκόνης, έφτιαχναν τον δρόμο και για κανα 2 χλμ ήταν χαλίκι αλλού στεγνό και αλλού βρεγμένο (λάσπη).
Παρόλα αυτά η διαδρομή ήταν πολύ όμορφη αλλά έδωσε την σειρά της σε αυτοκινητόδρομο που ακολουθήσαμε μέχρι το Ικόνιο.
Οι στάσεις ήταν λιγοστές, είχαμε συμφωνήσει να σταματάμε ανα 1 ώρα για 5 λεπτά για να ξεμουδιάζουμε και κάθε δεύτερη ώρα να σταματάμε για ανεφοδιασμό.








Ξαφνικά νιώθω ένα δυνατό τσίμπημα – κάψιμο λίγο κάτω από την αριστερή ωμοπλάτη, ο πόνος άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο έντονος.
Σταματάω στην άκρη του δρόμου, φωνάζω στον Νίκο να κατέβει γιατί κάτι με τσίμπησε, κατεβαίνω και εγώ και αρχίζω να πετάω γάντια, κράνος, να βγάζω το μπουφάν, την μπλούζα, ο Νίκος με κοιτάει με απορία, τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά περνούν δίπλα μας, έχει αρχίσει και αυτός να βγάζει γάντια και κράνος, του φωνάζω να δεί που με έχουν τσιμπήσει, μου λέει οτι βλέπει το κεντρί και το βγάζει, ψάχνω στο φαρμακείο (που το έχει ετοιμάσει η σύζυγος) και βρίσκω την Fenistil, του την δίνω και αρχίζει να μου βάζει, το κάψιμο αρχίζει να υποχωρεί….
Ψάχνω τα ρούχα να δώ μήπως το θηρίο είχε και συντροφιά, δεν βρίσκω κάτι, οπότε αρχίζω να ντύνομαι.
Είχα τα μανίκια του μπουφάν ανοιχτά, και μπήκε από εκεί, κίνηση πρώτη κλείνουμε και οι δύο τα μανίκια …
Καβαλάμε και συνεχίζουμε την πορεία, για το επόμενο μισάωρο ο πόνος ήταν έντονος μετά σιγά
σιγά υποχώρησε.
Κάπου πρίν το Ικόνιο βλέπουμε έναν αστυνόμο στην μέση του δρόμου να μας κάνει σήμα να περάσουμε στην άκρη.
Σταματάμε και με την νοηματική και γράφοντας τα νούμερα στην παλάμη του μας έδειξε ότι
πηγαίναμε με 104 χλμ σε δρόμο με όριο τα 100, πρίν από εμάς είχαν σταματήσει ένα ζευγάρι Τούρκων με αυτοκίνητο που πήγαιναν με 102… Οι αστυνόμοι ήταν πολύ φιλικοί ,η μόνη αγγλική λέξη που έλεγαν ήταν το ραντάρ.
Το ζευγάρι των Τούρκων ευτυχώς μίλαγαν κάποια αγγλικά και μας βοήθησαν να συνεννοηθούμε
με τους αστυνόμους, νά ΄ναι καλά.
Το πρόστιμο ήταν 230 λίρες (38 ευρώ) και πρέπει να το πληρώσουμε μέσα σε 15 μέρες.
Μέτα από αυτό ακολουθούσαμε πιστά το όριο .Είχε πιά μεσημεριάσει για τα καλά και είχαμε
αρχίσει να πεινάμε στο πρώτο βενζινάδικο που είχε και εστιατόριο σταματήσαμε για να γεμίσουμε τα στομάχια μας τόσο εμείς όσο και το Himalayan.
Στην συνεννόηση με τον μαγαζάτορα τα κάναμε σαλάτα και καταλήξαμε με ένα τραπέζι γεμάτο πιάτα
Πληρώσαμε 110 λίρες (περίπου 17 ευρώ) συνήθως πληρώναμε μέχρι στιγμής γύρω στις 60.
Αφού φάγαμε του σκασμού ξεκινήσαμε

Μέχρι στιγμής είχαμε κάνει την μισή διαδρομή. Φθάσαμε στο Ικόνιο ακολουθώντας τα όρια ταχύτητας. Αλλά εκεί βλέπουμε όριο 82 χλμ, πώς πάς με 82 και όχι με 83 η 84!!!




Από το Ικόνιο πρέπει να κατευθυνθούμε πρός το Ακσαράι υπάρχουν 3 διαδρομές, ακολουθήσαμε την νοτιότερη η οποία ήταν και η πιο σύντομη
κατά 1 ώρα, μεγάλο λάθος.
Η διαδρομή αυτή περνάει μέσα από μια ατελείωτη πεδιάδα που σε άλλα σημεία της καλλιεργείται και σε άλλα σημεία είναι ξέρη σαν έρημος
με ατελείωτες ευθείες που πάς με 100.
Οι πιό βόρειες διαδρομές περνάνε από πιο όμορφα τοπία με λίμνες κτλ. (αυτό το μάθαμε μετά) Αυτό διήρκησε κανά 2ωρο




Από το Ακσαράι η επόμενη πόλη είναι το Νεβσεχίρ Η διαδρομή αυτή είναι καταπληκτική, είναι με 2 λωρίδες ανά κατεύθυνση με αρκετά άγρια
άσφαλτο με ανηφόρες (τυφλές) κατηφόρες στροφές και με ένα ενδιαφέρον τοπίο, καμία σχέση με το προηγούμενο κομμάτι.
Το τοπίο σε προϊδέαζε ότι πλησιάζεις στην Καππαδοκία.







Φθάσαμε στο Γκόρεμε κατά τις 19:30, το ξενοδοχείο ήταν σε κεντρικό σημείο άλλα δυσκολευτήκαμε να το βρούμε κάναμε κάποιους κύκλους
γιατί το Google maps το έβγαζε αλλού.
Αφού το βρήκαμε κάναμε τσεκ ιν, ξεφορτώσαμε την μηχανή, αλλάξαμε και βγήκαμε μια βόλτα να δούμε το μέρος το οποίο είναι άκρως
τουριστικό αλλά ταυτόχρονα και εντυπωσιακό, επίσης ο κόσμος εδώ μιλάει αγγλικά.









Μετά από την βόλτα καταλήξαμε σε ένα steak house το οποίο ανήκει και στο ξενοδοχείο, οι τιμές ήταν τσιμπημένες σε σχέση με αυτά που πληρώναμε μέχρι στιγμής αλλά όχι απαγορευτικές και το φαγητό εξαίσιο.


Μετά από το φαγητό πιάσαμε την κουβέντα με τον σεφ και τον συνιδιοκτήτη (ο σεφ είναι ο άλλος) και η κουβέντα πήγε στα ελληνοτουρκικά και ότι για όλα φταίνε οι πολιτικοί, ο κόσμος μας αγαπάει
κτλ κτλ.
Αυτό να το δούμε αν όντως ξεκινήσουμε να βγάζουμε πετρέλαια (αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Πάντως αν εξαιρέσεις την γλώσσα δεν υπάρχουν
μεγάλες διαφορές μεταξύ μας. Καταλήξαμε να πάμε για ύπνο κατά τις 11 γιατί θα είχε πρωινό εγερτήριο για να πάμε να πετάξουμε με αερόστατο.
Ημέρα τρίτη

03:00 χτυπάει το ξυπνητήρι.
Ξυπνάμε με το ζόρι ήμαστε πτώματα από την χθεσινή διαδρομή στο δωμάτιο υπάρχει βραστήρας και φακελάκια νες καφε (ένα από τα πράγματα που ξέχασα να πάρω μαζί μου είναι καφες, ποτέ ξανα δεν θα συμβεί αυτό).
Φτιάχνω ενα καφεδάκι στα γρήγορα μασουλάω και κάτι μπισκότα, ο Νίκος δεν ήθελε τίποτα.03:45 είμαστε έξω και περιμένουμε να έρθουν να μας πάρουν.
Έρχεται ένα βαν και μας μαζεύει μας κολλάνε και κάτι αυτοκόλλητα που έδειχναν με χρωματικό κώδικα σε ποίο αερόστατο θα μπούμε, εμείς ήμασταν το πράσινο.Μας μάζεψαν όλους μαζί σε μια αίθουσα και περιμέναμε καμιά ώρα να δούμε αν τελικά ο καιρός θα επιτρέψει να πετάξουμε, όλα δείχνουν ότι ο αέρας θα πέσει.Μας φορτώνουν ξανά στα βαν-λεωφορεία και μας πάνε κάπου στην εξοχή όπου μας περίμεναν τα
αερόστατα, ακόμα φύσαγε οπότε καθόμασταν μέσα στα λεωφορεία γιατί έξω έκανε παγωνιά.
Ξημέρωσε κατά τις 6 και κάτι.
Δίνεται το πράσινο φώς και σε χρόνο ντε τε ξεφορτώνουν τα αερόστατα και τα φουσκώνουν. Για το φούσκωμα χρησιμοποιούν μεγάλους ανεμιστήρες μέχρι να φουσκώσει το μπαλόνι και μετά να μπορέσουν να ανάψουν τα τεράστια καμινέτα και να ζεστάνουν τον αέρα ώστε το μπαλόνι να σηκωθεί.








Μας βάζουν μέσα παστωμένους, μας δίνουν κάποιες βασικές οδηγίες του στιλ να μείνετε μέσα στο καλάθι και να μην προσπαθήσετε να πηδήξετε έξω, μας δείχνουν και την στάση που θα πρέπει να έχουμε κατά την προσγείωση και ξεκινάμε.


Το αερόστατο
σηκώνεται ανάλαφρα στον αέρα δεν νιώθεις κάτι κατά την διάρκεια της πτήσης δεν έχει καμία σχέση με αεροπλάνο.
Αυτό που νιώθεις είναι το κάψιμο από τα τεράστια καμινέτα όταν τα λειτουργούν, σαν να κάθεσαι πολύ κοντά σε κάποια σόμπα καφετέριας, επίσης κάνουν και δυνατό θόρυβο (φσιιιιιιτ).
Ο πιλότος μας κατεβάζει σε διάφορες χαράδρες, αρκετά κοντά στο έδαφος και άλλες φορές μας ανεβάζει ψηλά, φθάσαμε κάποια στιγμή όπως μας είπε τα 500 μέτρα. Στο αερόστατο ελέγχεις το πάνω κάτω και ο άνεμος φροντίζει για τα υπόλοιπα

































Η προσγείωση ήταν κάπως ανώμαλη, κοπανήσαμε 2 φορές κάτω πρίν οι βοηθοί πιάσουν το καλάθι και το ακινητοποιήσουν.
Καθ όλη την διάρκεια της πτήσης ο πιλότος ενημέρωνε που είμαστε και μας ακολουθούσαν οδικώς το πούλμαν και το τζιπάκι με τους βοηθούς που θα ακινητοποιήσουν το αερόστατο, οι οποίοι πρέπει να βρεθούν πριν από εμάς στο χώρο προσγειώσης ο οποίος είναι κάπου που αποφασίζει ο πιλότος μαζί με τον άνεμο …
Κατεβαίνουμε και μας κερνάνε σαμπάνια (χωρίς αλκοόλ) με χυμό. Και αρχίζει το παραμύθι δώστε κάτι για τους βοηθούς, αγοράστε το βίντεο της πτήσης με αναμνηστικό μπρελόκ, αγοράστε φωτογραφίες κτλ.
400 ευρώ πήρανε δεν τους έφταναν.
Το έχουν στήσει καλά το μαγαζάκι, αλλά ομολογώ ότι θέλει καλή οργάνωση.
Το πουλμανάκι μας γυρίζει πίσω στο ξενοδοχείο, ο Νίκος πέφτει για ύπνο, τον ξυπνάω μετά από καμιά ώρα και πάμε για πρωινό (το οποίο είναι και εδώ πολύ λιτό), επιστρέφουμε στο δωμάτιο και ξεραινόμαστε μέχρι τις 12.
Σηκωθήκαμε, ετοιμαστήκαμε στα γρήγορα και φύγαμε να δούμε μια από τις 2 υπόγειες πόλης.
Αρκετά ενδιαφέρων αρκεί να μην έχεις κλειστοφοβία, οσφυαλγία και να είσαι το πολύ μέτριου αναστήματος, διαφορετικά πέφτεις στα 4, κατεβαίνεις 4 ορόφους κάτω μέσα από στενές στοές, σε ελάχιστα σημεία μπορείς να μείνεις όρθιος χωρίς να βρει το κεφάλι σου στην οροφή.
Λόγω του κόσμου δεν χρειάστηκε να πάρουμε ξεναγό απλά περιμέναμε πίσω τους γιατί δεν μπορούσαμε να περάσουμε και ακούγαμε τι έλεγε.
Βγήκαμε από την υπόγεια πόλη και αναζητήσαμε κάποιο ταβερνείο. Παραγγείλαμε κλασικά κεμπάπ και coca cola.
Στην επιστροφή πρός το ξενοδοχείο ξεβιδώνεται (και το χάνουμε) το βιδάκι που κρατάει την ζελατίνα και το σκίαστρο από την δεξιά μεριά του κράνους.
Πλέον η ζελατίνα κάθεται στην θέση της ανάλογα με το πώς φυσάει ο άνεμος …
Φθάνουμε στο ξενοδοχείο και πέφτουμε πάλι για υπνο.
Το απόγευμα είχε τσάρκα, καφέ (ένας θέος να τον κάνει φρέντο καπουτσίνο), αγορά αναμνηστικών και όταν βράδιασε φαγητό και πολύ κουβέντα και επιστροφή στο ξενοδοχείο για ύπνο.
Ημέρα τέταρτη
Το ξυπνητήρι χτύπησε στις 6, σηκώθηκα με μεγάλη δυσκολία, έφτιαξα ένα καφέ (καραβίσιο νες) έφαγα και κανά δύο μπισκότα και ξύπνησα τον Νίκο.
Έφαγε και αυτός μερικά μπισκότα που είχαμε πάρει για πρωινό και αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα πράγματα μας.
7:15 ήμασταν πάνω στην μηχανή έτοιμοι να φύγουμε, είχαμε φορτώσει, είχαμε κάνει τσεκ ουτ, χαιρετίσαμε τον υπάλληλο και ξεκινήσαμε στην έξοδο του Γκίορεμε κατάλαβα ότι δεν φόραγα γυαλιά (μόλις με χτύπησε ο ήλιος) ψάχνω στην τσέπη του μπουφάν να τα βρώ, δεν τα βρίσκω και επιστροφή στο ξενοδοχείο μήπως τα ξέχασα εκεί, κατεβαίνω από την μηχανή παώ να δώ στο δωμάτιο και ανακαλύπτω ότι τα είχα στο τσαντάκι, χαιρετώ και πάλι τον ξενοδοχοϋπάλληλο και ξεκινάμε και πάλι.
Η κίνηση αυτή την ώρα ήταν ελάχιστη μόνο πουλμανάκια που μετέφεραν κόσμο από την πτήση με τα αερόστατα.
Το μόνο που ακούγονταν ήταν ο ήχος απο την μηχανή και που και που κανά ξεχασμένο αερόστατο που πέταγε ακόμα.
Σταματάμε στην Νεβσεχίρ για ανεφοδιασμό σε καύσιμα και να δούμε και την πίεση στα ελαστικά, με την ευκαιρία αυτή ψεκάζουμε και την αλυσίδα με σπρέι.
Από το Νεβσεχίρ ακολουθούμε τις πινακίδες προς Ακσαράι, ο δρόμος φαίνεται διαφορετικός αυτή την φορά ίσως τα χρώματα του ήλιου που έδυε να τον έκαναν πιο όμορφο όταν ερχόμασταν πρίν από δύο ημέρες.
Είχε την πρωινή ψύχρα (έτσι νομίζαμε) και σταματήσουμε να φορέσουμε και μια μακρυμάνικη μπλούζα που είχαμε. Τώρα είμασταν καλύτερα.
Από το Ακσαράι ακολουθούμε τις πινακίδες προς Αγκυρα, το τοπίο είναι το ίδιο απέραντες πεδιάδες σπαρμένες που και που με σιτηρά, αλλά υπάρχουν και τεράστιες εκτάσεις που είναι χέρσες.
Περνάμε και δίπλα από την λίμνη Τουζ, που και αυτή δείχνει να είναι με αλμυρό νερό σε ένα μέρος της, είναι αρκετός κόσμος που έχει μπεί μέσα μέχρι τα γόνατα και προχωράει, έδειχνε ενδιαφέρων και σταμάταγε κόσμος και απο τις δύο κατεύθυνσεις και πήγαινε προς τα εκέι.
Δεν σταματήσαμε γιατί είχαμε μεγάλη διαδρομή να βγάλουμε.
Ο γούγλης μας είχε ενημερώσει ότι θα χρειαζόμασταν 8 ώρες και κάτι ψιλά, οπότε οι στάσεις ήταν περιορισμένες.
Λίγο πριν την Άγκυρα εμφανίζονται και τα πρώτα βουνά, ξέρα και χωρίς δένδρα.
Τεράστιες εκτάσεις που και πού βλέπουμε κάποιο τρακτέρ να οργώνει, πρέπει να ταξίδευε ώρες για να φτάσει εκεί δεν υπήρχε χωριό, πόλη, κάποιο οίκημα για όσο φτάνει να δεί το μάτι.
Λίγο πιο μετά βλέπουμε ένα βοσκό πάνω στο γαϊδουράκι του να μας χαιρετά, τον χαιρετάμε και εμείς και συνεχίζουμε.
Φτάνουμε στην Άγκυρα. Όσο πλησιάζαμε βλέπαμε πανύψηλα κτίρια (θα μπορούσες να τους πεις και ουρανοξύστες) έχουμε μπει σε κάποιο περιφερειακό, μας πήρε κοντά στην 1 ώρα να αφήσουμε την Άγκυρα πίσω μας.
Από την Άγκυρα και μετά έχει συνέχεια μεγάλες ανηφόρες, για τις οποίες υπάρχει σήμανση, 7% για 2 χλμ μετά 5% για 1 κτλ.
Το Himalayan τις ανεβαίνει με τετάρτη και 90 χλμ, δεν μας προβληματίζει κάτι ιδιαίτερα, μια προσοχή την θέλει στις προσπεράσεις των φορτηγών γιατί γίνεται με αργές ταχύτητες αλλά και αυτά δεν πάνε πάνω από 50-60 οπότε τα προσπερνάμε σχετικά γρήγορα.
Όσο ανεβαίνουμε το τοπίο πρασινίζει και γεμίζει έλατα, συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε στα καταπράσινα βουνά, όσο ανεβαίνουμε τόσο πέφτει η θερμοκρασία και έχουμε αρχίσει να κρυώνουμε.
Σε κάποια πινακίδα βλέπουμε υψόμετρο 1600 μέτρα.
Ο καιρός έχει αρχίσει να κλείνει και οι πρώτες σταγόνες έκαναν την εμφάνιση τους. Σταματάμε και φοράμε αδιάβροχα (ζεστάθηκε το κοκαλάκι μας), ευτυχώς δεν βρέχει, πού και πού ψιχαλίζει για λίγο, έχουμε πλέον αρχίσει την κατάβαση και περνάμε έξω από το Μπολού.
Πλέον ο καιρός έχει ανοίξει αλλά συνεχίζουμε να φοράμε τα αδιάβροχα για να μας κρατάνε ζεστούς.
Στάσεις κάνουμε για ανεφοδιασμό, φαγητό και ξεμούδιασμα.
Περνάμε δίπλα από την λίμνη Βοάνη και στην αρχή νομίζουμε ότι φτάσαμε στην θάλασσα, σχεδόν το φωνάξαμε όπως οι μύριοι στην κάθοδο τους.
Έχει αρχίσει να κάνει ζέστη οπότε σταματάμε και βγάζουμε τα αδιάβροχα.
Συνεχίζουμε και όσο πλησιάζουμε προς την Κωνσταντινούπολη η κίνηση αυξάνεται και ο ρυθμός πέφτει (όχι ότι ήταν και ιδιαίτερα υψηλός).
Ο καιρός κλείνει και αρχίζει να ψιχαλίζει και πάλι, στάση και φοράμε ξανά τα αδιάβροχα.
Συνεχίζουμε μέσα στο ψιλόβροχο, ακολουθούμε τις οδηγίες του gps περνάμε από το υπόγειο τούνελ κάτω από τον Βόσπορο (euroasia τουνελ) βγαίνοντας η κίνηση είναι ακόμα πιο μεγάλη.
Με λίγο στρίμωγμα, λίγο υπομονή, λίγο τσαμπουκά και τον Νίκο να με ενημερώνει πόσο κοντά περνάνε οι βαλίτσες από τα αυτοκίνητα, φτάνουμε στο ξενοδοχείο.
Παρκάρουμε την μηχανή σύμφωνα με τις υποδείξεις τους στο πεζοδρόμιο δίπλα από την είσοδο.
Ξεφορτώνουμε, ξεκουραζόμαστε για λίγο και μετά βγαίνουμε για τσάρκα να δούμε λίγο την πόλη και να φάμε κάτι.
Επιστρέφουμε και πέφτουμε ξεροί για ύπνο.
Ημέρα πέμπτη
Ξυπνάμε σχετικά αργά κατά τις 9 το πρωί, τρώμε πρωινό και πάμε μια γύρα στην πόλη να βρούμε ταχυδρομείο ή τράπεζα. Μετά από καμιά ώρα που κάνουμε κύκλους και ότι βρίσκουμε είναι κλειστό, περάσαμε τυχαία μπροστά από το ξενοδοχείο, ρωτάμε και ανακαλύπτουμε ότι είναι αργία.
Οπότε η πληρωμή της κλήσης θα πρέπει να γίνει αύριο στο δρόμο προς Ελλάδα.
Πάμε και στηνόμαστε στην ουρά για την Αγιά Σοφιά, είναι σχετικά μεγάλη, μας παίρνει κανά 15 λέπτο να φτάσουμε στα ταμεία, πληρώνουμε και μπαίνουμε μέσα.
Το μόνο που μπορώ να πώ είναι ότι εντυπωσιάζεσαι από το μέγεθος της κατασκευής και από την λεπτομέρεια. Απίστευτο το τι μπορεί να κατασκευάσει ο άνθρωπος όταν θέλει.
Επισκευτήκαμε και τις δεξαμενές τόσο του Θεοδόσιου όσο και την λεγόμενη Βασιλική (νομίζω χτίστηκε επί Ιουστινιανού), κάποτε ότι κατασκεύαζαν έπρεπε να ήταν ωραίο, πώς μπορείς να εξηγήσεις σήμερα ότι οι κολόνες που στήριζαν την οροφή των δεξαμενών είχαν κιονόκρανα και δεν θα τα έβλεπε κανείς.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο μετά από μια στάση για φαγητό και ξεραθήκαμε στον ύπνο.
Σηκωθήκαμε αργά το απόγευμα και κατεβήκαμε στην γέφυρα του Γαλατά, τα νερά ήταν βρώμικα αλλά ήταν γεμάτη κόσμο που ψάρευε.
Με αυτά και μ’ αυτά βράδιασε και ψάχναμε ένα μέρος να φάμε κανά κεμπάμπ (για άλλη μια φορά).
Επιστροφή στο ξενοδοχείο και ύπνος μέχρι το πρώι.
Ημέρα έκτη
Ξυπνάμε κατά τις 7 το πρωί, τρώμε πρωινό και ετοιμάζουμε τα πράγματα μας , κάνουμε τσεκ ουτ και φορτώνουμε την μηχανή, ήταν 9 παρά όταν ξεκινήσαμε και η κίνηση είχε αρχίσει να γίνεται έντονη.
Ακολουθάγαμε τις οδηγίες του GPS μέχρι που μάς έβγαλε έξω από την πόλη. Αν θυμάμαι καλά μας πήρε πάνω απο μία ώρα για να αφήσουμε την κίνηση της Κωνσταντινούπολης πίσω μας.
Είχαμε αποφασίσει να σταματήσουμε στην Ραιδεστό για να πληρώσουμε την κλήση που είχαμε φάει.
Όταν φτάσαμε στην πόλη βρήκαμε την πιο κοντινή τράπεζα και με την κλήση στο χέρι πλησιάζουμε τον σεκιουριτά και του την δείχνουμε, αυτός την πήρε και άρχισε να ρωτάει σε διάφορα γκισέ, γυρνάει παίρνει ένα νούμερο από το μηχάνημα και μας δείχνει που να περιμένουμε,
ήρθε η σειρά μας αλλά δυστυχώς τελικά λόγω του ότι ήμασταν από το εξωτερικό (η μηχανή) θα έπρεπε να πάμε στην εφορεία, μας έβαλαν την διεύθυνση στο google maps και φύγαμε.
Στην εφορεία το ίδιο σκηνικό, σεκιουριτάς, κλήση, γκισέ, αυτή την φορά πληρώνουμε και μας κάνουν και έκπτωση 50 λίρες τους χαιρετάμε και φεύγουμε.
Η πόλη σχετικά μεγάλη (καμια 300 χιλιάδες κατοίκους) αλλά ευτυχώς δεν είχε κίνηση οπότε βγήκαμε γρήγορα.
Μετά από λίγο συναντήσαμε και την πρώτη ταμπέλα που έγραφε Γιουνανιστάν, καταλάβαμε ότι πλησιάζαμε, κάναμε καποιες στάσεις για ξεμούδιασμα, λίγο πρίν τα σύνορα σταματήσαμε για ανεφοδιασμό τόσο της μηχανής όσο και δικό μας.
Φτάνουμε στα σύνορα η κίνηση ελάχιστη, περνάμε γρήγορα την Τούρκικη πλευρά και βρισκόμαστε στην γέφυρα πάνω από τον Έβρο, χαιρετάμε του Τούρκους φαντάρους και σταματάμε στην δική μας πλευρά και πιάνουμε κουβέντα με τους δικούς μας.
Διασχίζουμε την γέφυρα και περνάμε και ένα τυπικό έλεγχο από την δική μας πλευρά.
Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι τα σκουπίδια που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου, βουνά από πλαστικά μπουκαλάκια, άσχημη πρώτη εντύπωση δίνουμε σε όποιον μπαίνει στην χώρα μας.
Με το που βγαίνεις από το τελωνείο η είσοδος για την Εγνατία είναι κλειστή, συνεχίζουμε στον παράπλευρο δρόμο μέχρι να βρούμε είσοδο στην Εγνατία.
Μπαίνουμε και αρχίζουμε και εδώ τις ανηφόρες (πολύ ανηφόρα σε αυτό το ταξίδι, τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε) ο καιρός μέχρι στιγμής ήταν καλός, στο ύψος της Κομοτηνής ο καιρός άρχισε να κλείνει, και έκαναν την εμφάνιση τους οι πρώτες ψιχάλες, σταματάμε στο πρώτο πάρκινγκ, είχε και καντίνα, παίρνουμε δύο φραπεδάκια, εν τω μεταξύ ρίχνει πλέον καρέκλες, πίνουμε το καφεδάκι μας κάτω από ένα υπόστεγο και περιμένουμε να δούμε άν η βροχή θα κόψει, αλλά δέν.
Φοράμε τα αδιάβροχα και ξεκινάμε μία βρέχει μία σταματάει έτσι μας πάει για ώρα. Στο ύψος του Νέστου βλέπουμε στα αριστερά μας έναν ανεμοστρόβιλο να δημιουργείται, ευτυχώς δεν έφτασε μέχρι το έδαφος, διαλύθηκε μετά από λίγο .
Στην Καβάλα σταματάμε για ανεφοδιασμό, εν τω μεταξύ έχει σταματήσει η βροχή, ο καιρός φαίνεται ακόμα φορτωμένος, οπότε παρά το ότι ζεσταινόμαστε αποφασίζουμε να μήν βγάλουμε τα αδιάβροχα, σοφή κίνηση λίγο μετά ξεκινάει πάλι να βρέχει και μας πήγε έτσι μέχρι το ξενοδοχείο στην Θεσσαλονίκη.
Παρκάραμε στο πεζοδρόμιο, ξεφορτώσαμε και ανεβήκαμε στο δωμάτιο να ξεκουραστούμε λίγο, πέσαν τα τηλέφωνα σε γνωστούς και άγνωστους που μάς περίμεναν, και μετά από καμιά ώρα ήμασταν Αριστοτέλους για καφέ, φαγητό, παγωτό και πολύ κουβέντα.
Επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο και πέσαμε ξεροί μέχρι το άλλο πρωί.
Ημέρα έβδομη.
Πρωινό ξύπνημα, πρωινό και καφές και ξεκινάμε την κάθοδο. Αν εξαιρέσεις την βροχή που μας έπιασε από το ύψος του Βόλου μέχρι την Λαμία ήταν το πιο βαρετό κομμάτι της διαδρομής.
Το μηχανάκι
Δεν παρουσίασε κάτι, δεν έκαψε λάδι ή άν έκαψε ήταν λίγο γιατί δεν είδα διαφορά από το ματάκι.
Οι ταχύτητες στον αυτοκινητόδρομο ήταν στα 110 κράταγε και τα 120 αλλά δούλευε ψηλά οπότε το απέφευγα. Αν ήταν το κατάλληλο για αυτό το ταξίδι μάλλον όχι (θα θέλαμε κάτι πιο δυνατό ιδιαίτερα στις παρατεταμένες ανηφόρες) αλλά αυτό είχαμε με αυτό ταξιδέψαμε και με αυτό θα ξαναταξιδέψουμε.
Το καλό είναι ότι μπορείς να το φορτώσεις και έχει καλή συμπεριφορά φορτωμένο, μια φορά μόνο δεν συμπεριφέρθηκε σωστά σε στροφή με πολλαπλά σαμαράκια, όπου έδειξε μια αστάθεια μετα το τρίτο σαμαράκι, αλλά όχι κάτι που να μας τρομάξει ή να μας προβληματίσει.
Η κατανάλωση στους αυτοκινητόδρομους όταν το πηγαίναμε τέρμα έκαψε 4.7 περίπου (από γέμισμα σε γέμισμα) όταν το πήγαινες με 100 έκαιγε κάτω από 4 ενώ λίγο πάνω από τα 4 με 110.
Δεν μούδιασαν χέρια, δεν πόνεσαν πόδια, αλλά τα μαλακά μας μόρια ταλαιπωρήθηκαν λίγο. (υπήρχαν στιγμές που ονειρευόμουν μια goldwing)
Σε γενικές γραμμές μας ταξίδεψε καλά για αυτό που είναι.
Ο κόσμος
Ο κόσμος ήταν φιλικότατος και εγκάρδιος απέναντι μας, το είχα διαβάσει αλλά δεν το περίμενα να με εντυπωσιάσει τόσο.
Ίσως τελικά να έχουμε περισσότερα κοινά μεταξύ μας παρά διαφορές.
Η διαδρομή
Αν την ξαναέκανα θα πρόσθετα τουλάχιστον άλλες 3 μέρες τα 10-12 ωρα στη σέλα δεν παλεύονται, αλλά δυστυχώς είχαμε συγκεκριμένες μέρες που μπορούσαμε να λείψουμε και θέλαμε να πάρουμε μια ιδέα για όσο περισσότερα μπορούσαμε, θα επιστρέψουμε στο μέλλον αλλά αυτή τη φορά θα επικεντρωθούμε σε συγκεκριμένες περιοχές – διαδρομές.
Ο λόγος και το μέρος
Ταξιδεύουμε με τον Νίκο τα τελευταία 4 χρόνια, είχε έρθει η ώρα για το μεγάλο καλοκαιρίνό μας ταξίδι.
Είχαμε πεί ότι στην πρώτη λυκείου θα κάναμε και το πρώτο μας ταξίδι στο εξωτερικό.
Διαλέξαμε την Τουρκία γιατί ήθελα να δεί αλλά και να δώ τους γείτονες, τα επόμενα χρόνια λόγω υδρογονανθράκων θα είναι μάλλον θερμά μεταξύ μας, οπότε ήθελα να έχει και να έχω άποψη για τον κόσμο που ζεί από την άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Καλά ταξίδια…..
Πότε πέρασαν 2 χρόνια …
Σαν σήμερα ξεκινάγαμε για αυτό το ταξίδι …
Μου αρέσει!Μου αρέσει!